ὑπεραττικίζω

ὑπεραττικίζω
ὑπεραττῐκ-ίζω,
A imitate the Attic dialect to excess, Philostr.VA1.17: metaph. of excessive subtlety in philosophy, Simp. in Ph.235.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεραττικίζω — ὑπεραττικίζω ΝΜΑ μιμούμαι με επιτηδευμένη υπερβολή την αττική διάλεκτο στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («ὑπερηττικισμένας καὶ ἀρχαιοτρόπους διώκων συντάξεις», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀττικίζω «μιμούμαι την αττική διάλεκτο»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπεραττικιζόντων — ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres part act masc/neut gen pl ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραττικιζούσῃ — ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραττικίζειν — ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραττικίζουσαν — ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραττικίζων — ὑπεραττικίζω imitate the Attic dialect to excess pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεραττικισμός — ο / ὑπεραττικισμός, ΝΜΑ [υπεραττικίζω] επιτηδευμένη, υπέρμετρη μίμηση τής αττικής διαλέκτου στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”